ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ
ΑΝΩΔΥΝΑ,
ΑΝΕΠΑΙΣΧΥΝΤΑ, ΕΙΡΗΝΙΚΑ
Ασφυκτικά γεμάτη, και με όρθιους ενώ πολλοί έμειναν απέξω, πράγμα σπάνιο
για βιβλιοπαρουσιάσεις, ήταν η αίθουσα εκδηλώσεων "Δημήτρης Χατζής" χτες βράδυ, στην παρουσίαση του βιβλίου "Η Μεγάλη Κραυγή, ιστόρημα πέρα κι από
μυθιστόρημα" του Γιάνη Δημολιάτη, αναπληρωτή καθηγητή Υγιεινής και
Ιατρικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιό μας.
Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Πνευματικό Κέντρο
του Δήμου Ιωαννιτών και τις εκδόσεις "Κοντύλι" και ήταν ενταγμένη στο
γιορτασμό των 50χρονων του Πανεπιστημίου. Το συντονισμό είχε η νηπιαγωγός,
σχολική σύμβουλος και ποιήτρια Γιώτα Παρθενίου, που παρουσίασε και το βιογραφικό
του συγγραφέα. Για το βιβλίο μίλησαν ο Χαράλαμπος Μουτσόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής Παθολογίας, η Ευδοκία Παπαγεωργίου, Γλύπτρια,
Διευθύντρια του Εικαστικού Εργαστηρίου, και η Ελεονώρα Παντούλα, Ψυχολόγος με Μάστερ στην αντιμετώπιση του πόνου.
Η κ Παρθενίου κάλεσε πρώτα τον
Πρύτανη κ Γεώργιο Καψάλη, ο οποίος στο σύντομο χαιρετισμό του είπε λόγια ζεστά
για το συγγραφέα, μέλος της πανεπιστημιακής κοινότητας, που την τιμά και τον
τιμά.
Ακολούθως πήρε το λόγο ο κύριος Μουτσόπουλος. «Το βιβλίο διαβάζεται με ευχαρίστηση», είπε. «Το περιεχόμενο
είναι πολύ ενδιαφέρον, κεντρίζει τον αναγνώστη και τον υποχρεώνει να μην το
αφήσει από τα χέρια του». «Από το βιβλίο του κ Δημολιάτη αναδεικνύονται επίσης
οι παθογένειες και ελλείψεις του συστήματος υγείας της χώρας μας», είπε σε άλλο
σημείο της ομιλίας του και πρότεινε «Το πόνημα θεωρώ ότι πρέπει να γίνει
διδακτικό εργαλείο για φοιτητές της ιατρικής. Θα τους κάνει κοινωνούς, θα τους
μάθει ποια είναι η πραγματική μάχη με την ασθένεια, με τις καθημερινές
δυσκολίες, πρακτικές και ηθικές, θα τους μεταδώσει την ικανότητα ενσυναίσθησης
των προβλημάτων του αρρώστου και θα τους εισάγει στους κανόνες συμπεριφοράς και
δεοντολογίας.» Και έκλεισε την ομιλία του λέγοντας «Τέλος, θεωρώ ότι το βιβλίο
θα προβληματίσει τον κάθε αναγνώστη. Θέτει κομβικά ερωτήματα, όπως το
"πότε πρέπει κανείς να πεθάνει". Εύχομαι το βιβλίο να είναι
καλοτάξιδο.»
Η κ Παπαγεωργίου, κοιτάζοντας το κοινό στα μάτια, «Έχετε
γερό στομάχι; Αντέχετε;» το ρώτησε. «Αν όχι, μη διαβάσετε αυτό το βιβλίο!» Ασυνήθιστη
παρότρυνση σε παρουσίαση βιβλίου όπου περιμένει κανείς για ευνόητους λόγους να
ακούσει "Διαβάστε αυτό το βιβλίο". «Δεν είναι μια ιστορία που θα σου
κρατήσει συντροφιά ή θα σε οδηγήσει σε ονειρικούς κόσμους, είναι ιστορίες
καθημερινών ανθρώπων γροθιά στο στομάχι!» προειδοποίησε. «Το διάβασα με κομμένη
την ανάσα! Ένοιωσα να βρίσκομαι σε άγρια καταιγίδα και περίμενα να
καταλαγιάσει, για να εκτιμήσω τι άφησε στο πέρασμα της.» Ότι το βιβλίο ήταν
άγρια καταιγίδα για την κ Παπαγεωργίου το είδαμε στη συγκίνηση της φωνής της σε
αρκετά σημεία της παρουσίασής της. «Σε όλες τις ιστορίες της Μεγάλης Κραυγής
καταγράφεται η ωμή πραγματικότητα γύρω από την χρόνια ασθένεια, την αντιμετώπιση
της, τις επιπτώσεις στον χωρίς ποιότητα ζωής ασθενή, στις ζωές των οικείων και
ιδιαίτερα του φροντιστή, ενώ διαφαίνεται η γένεση ενός νοσογόνου συστήματος. Είναι ένα ανάγνωσμα πρόκληση για τον άνθρωπο,
την κοινωνία και το ιατρoβιομηχανικό
σύμπλεγμα!». Και έκλεισε την ομιλία της, «Η Μεγάλη Κραυγή μας παροτρύνει να ζήσουμε, να αγαπήσουμε τη ζωή μας
όπως μας τα φέρει, και με τον ίδιο σεβασμό να την αποχαιρετήσουμε όταν έρθει η
ώρα μας χωρίς τις ανέλπιδες πειραματικές ιατρικές εξουθενωτικές παρεμβάσεις. Ήρθαμε
για να φύγουμε!»
Η κ Παντούλα, τέλος, «Θεωρώ ότι είμαι από τους τυχερούς που
διάβασαν πρώτοι αυτό το βιβλίο που διαφέρει σε πολλά σημεία από τα αναρίθμητα βιβλία
που κυκλοφορούν. Ίσως η πιο σημαντική του ιδιαιτερότητα είναι ότι, όσες φορές κι
αν το διαβάσει κανείς, θα βρίσκει συνεχώς νέα ερεθίσματα για σκέψη και προβληματισμό.
Κάθε ιστορία μάς ταξιδεύει σε μια ανάλογη περίπτωση που έχουμε βιώσει ή ακούσει,
καθιστώντας έτσι το περιεχόμενο των αφηγήσεων μια οικεία κατάσταση. [...] Ο διπλός
ρόλος, του συγγενή και του φροντιστή, μας εξομολογούνται οι πρωταγωνιστές των ιστοριών,
ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός και μακροχρόνιος, με αποτέλεσμα να κουραστούν, να βάλουν
στο περιθώριο τις δικές τους ανάγκες, να αμελήσουν τις δικές τους καθημερινές υποχρεώσεις,
και τελικά να φτάσουν πολύ κοντά (αν κάποιοι δεν έφτασαν ήδη) στο σημείο να χάσουν
τον δικό τους εαυτό.» Διότι, εξήγησε, «Το παραδοσιακό βιοϊατρικό μοντέλο είχε ως
άξονα αναφοράς την εστίαση στο σύμπτωμα και την εξάλειψή του. Στόχος ήταν η ίαση
του σώματος. Όμως ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα. Είναι και πολλά άλλα. Αυτή την
ανάγκη καλύπτει το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο που προσανατολίστηκε με έναν πιο σφαιρικό
τρόπο στην προσέγγιση του ασθενούς υπολογίζοντας ταυτόχρονα: τη βιολογική-ιατρική
του κατάσταση, την ψυχολογική του διάθεση και την κοινωνική του υπόσταση. Κι αυτό
είναι ένα σαφώς πιο λειτουργικό μοντέλο που πρέπει να υιοθετήσομε.» «Να είστε καλά,
κατέληξε, και αναμένουμε το επόμενο βιβλίο σας, "Η Μεγάλη Συζήτηση”.»
Τέλος, ο συγγραφέας αναφέρθηκε στο ιστορικό, στο πώς και στο
γιατί του βιβλίου του, όπου 15 φροντιστές, 23-74 ετών, αφηγούνται ελεύθερα «αυτά
που δεν έχετε τολμήσει να πείτε ούτε στον εαυτό σας», από ένα τέταρτο της ώρας
έως δύο ώρες, τα βιώματά τους φροντίζοντας, από λίγους μήνες έως σχεδόν είκοσι
χρόνια, συγγενείς που έπασχαν ανίατη πάθηση. Παρουσίασε τι απάντησαν οι
φροντιστές αυτοί στα ερωτήματα "Πότε έπρεπε ή πρέπει να πεθάνει ο
φροντιζόμενος;" "Πότε θα ήθελες να πεθάνεις εάν εσύ βρισκόσουν στη
θέση του;" "Πότε πρέπει να πεθαίνει ο άνθρωπος;" «Ω! εσείς άνθρωποι...»,
είπε σε κάποια στιγμή της ομιλίας του, με τα λόγια του Mίλοραντ Πάβιτς από το
μυθιστόρημα "Τελευταία αγάπη στην Κωνσταντινούπολη",
«δεν ξέρετε να μετράτε τις μέρες σας. Μετράτε μόνο το μήκος τους και λέτε ότι διαρκούν
24 ώρες. Ενώ οι μέρες σας μερικές φορές έχουν βάθος μεγαλύτερο από το μήκος, και
αυτό το βάθος μπορεί να διαρκεί ένα μήνα, ακόμη κι ένα χρόνο.» Αλλά αυτό που
έκοψε την ανάσα όλων ήταν η «Διαθήκη για
τα τέλη της ζωής μου», υπογεγραμμένη και θεωρημένη για το γνήσιο της
υπογραφής του, την οποία παρουσίασε, μετά λόγου γνώσεως, «ως γιατρός, δεν έχω
το ελαφρυντικό ότι "δεν ξέρω ότι δεν ξέρω"» είπε, και την οποία
παρουσιάζομε ολόκληρη παρακάτω για τη μεγάλη της σπουδαιότητα.
Ακολούθησε συζήτηση με το
κοινό. Η ώρα είχε πάει 10:30 και η αίθουσα ήταν ακόμα γεμάτη.
ΔΙΑΘΗΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ MOY
ΑΝΩΔΥΝΑ,
ΑΝΕΠΑΙΣΧΥΝΤΑ, ΕΙΡΗΝΙΚΑ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ, ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΙΑΤΡΟ ΜΟΥ, ΚΑΙ ΠΡΟΣ
ΚΑΘΕ ΑΛΛΟΝ ΠΟΥ ΘΑ ΕΧΕΙ ΤΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΜΟΥ
ΕΓΩ, ο/η _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _ _
_ _ _ _ _ _ _ __ _ _ _ _, επάγγελμα _
_ _ _ __ _ _ _ _, κάτοικος _ _ _ _ _
__ _ _ _ _, οδός & αριθμός _ _ _
_ _ _ _ _ _ _ _ _ _, δελτίου ταυτότητας _ _ _ _ _ _ _ _ _,
μετά προσεκτική
σκέψη και έχοντας πλήρη διαύγεια πνεύματος,